ἀγωνιστικούς

ἀγωνιστικούς
ἀγωνιστικός
fit for contest
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • χόκεϊ — Ονομασία αθλήματος που παίζεται σε αγωνιστικούς χώρους με χόρτο (γρασίδι) ή πάγο. Εμφανίστηκε στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αι. Παίζεται από 2 ομάδες με 11 παίκτες η καθεμία. Υπάρχει και χ. σε πάγο, που παίζεται από 2 ομάδες 6 παικτών. Αγώνας… …   Dictionary of Greek

  • Γκαλέλα, Ρον Γκάλης, Νίκος — (Νιου Τζέρσι, ΗΠΑ 1957 –). Μπασκετμπολίστας. Γεννήθηκε από Ελληνοαμερικανούς μετανάστες στις ΗΠΑ· το οικογενειακό του επώνυμο ήταν Γεωργαλής και με αυτό το όνομα ξεκίνησε να παίζει στην Ελλάδα. Έκανε τα πρώτα του βήματα στα περίφημα ανοιχτά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Πεισίρροδος — Ολυμπιονίκης από τη Ρόδο, γιος του Καλλιάνακτα και της Καλλιπάτειρας, που νίκησε στους πυγμαχικούς αγώνες. Η μητέρα του, επιθυμώντας να δει τον θρίαμβο του γιου της, μεταμφιέστηκε σε γυμναστή, γιατί οι αρχαίοι Έλληνες απαγόρευαν την είσοδο των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”